αποκατάσταση

αποκατάσταση
Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής, χαλιών, επίπλων και έργων τέχνης από ξύλο. Γενική αρχή της α. είναι να γίνεται η επέμβαση σε όσο το δυνατόν μικρότερο βαθμό ώστε να διατηρείται το υλικό και η καλλιτεχνική αξία του έργου. Η α. πρέπει να πραγματοποιείται αφού διαπιστωθεί ότι δεν είναι επικίνδυνη και καμιά προσθήκη δεν γίνεται αν δεν υπάρχει η βεβαιότητα ότι είναι δυνατή η αφαίρεσή της. Ανάμεσα στα αρχαία μνημεία που έχουν αποκατασταθεί στην Ελλάδα είναι τα Προπύλαια της Ακρόπολης, ο ναός της Απτέρου Νίκης, το Ερέχθειο, ο Παρθενώνας, ο θησαυρός των Αθηναίων στους Δελφούς και ο βυζαντινός ναός του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη που καταστράφηκε από φωτιά το 1917. (Νομ.) Στο ποινικό δίκαιο, η α. είναι θεσμός που επιτρέπει σε αυτόν που καταδικάστηκε σε αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων να ζητήσει από το δικαστήριο την ανάκτησή τους. Η σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί μέσα σε πέντε ή τρία χρόνια, αντίστοιχα, μετά την απότιση, την απονομή χάριτος ή την παραγραφή των ποινών του θανάτου ή της κάθειρξης και της φυλάκισης. Πενταετής ή τριετής είναι και η προθεσμία ανάλογα με το αν πρόκειται για κακούργημα ή για πλημμέλημα, σε περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό μέσα σε ψυχιατρικό κατάστημα. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (άρ. 531-532) ρυθμίζει τις δικονομικές προϋποθέσεις και όρους της α.· προβλέπει ότι την α. διατάσσει το συμβούλιο εφετών της μόνιμης κατοικίας εκείνου που καταδικάστηκε· το συμβούλιο κρίνει, βάσει βεβαιώσεων των αρχών, για τη διαγωγή και τους πόρους διαβίωσής του. Κατά του βουλεύματος χωρεί αναίρεση. Η απόφαση εγγράφεται στο περιθώριο της καταδικαστικής απόφασης και στο ποινικό μητρώο εκείνου που καταδικάστηκε. Α. εις ολόκληρον (in integrum restitutio) ονομαζόταν κατά το ρωμαϊκό δίκαιο η επαναφορά, με την άρση των έννομων συνεπειών ενός νομικού γεγονότος, στην προγενέστερη κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ένα άτομο αν δεν είχε επέλθει το ζημιογόνο γι’ αυτό νομικό γεγονός. (Οικολ.)α. περιβάλλοντος. Το σύνολο των διαδικασιών με τις οποίες γίνεται προσπάθεια να επανέλθει το περιβάλλον στην αρχική του κατάσταση μετά από μια σοβαρή επιβάρυνση που προκάλεσε διαταραχή της οικολογικής ισορροπίας σε έναν συγκεκριμένο χώρο. Συνήθως, οι προσπάθειες αυτές αποβλέπουν είτε στην απομάκρυνση του παράγοντα που προκάλεσε το πρόβλημα είτε στην έμμεση ενίσχυση των φυσικών μηχανισμών οι οποίοι έχουν την ικανότητα να επαναφέρουν το περιβάλλον στα φυσιολογικά του επίπεδα. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η απόλυτη επαναφορά του περιβάλλοντος στην προηγούμενη κατάστασή του είναι πρακτικά αδύνατη, γιατί ακόμα και οι θεωρούμενες θεραπευτικές ενέργειες του ανθρώπου είναι πιθανό να έχουν δυσάρεστα αποτελέσματα τα οποία δεν είναι πάντα δυνατόν να προβλεφθούν. Χαρακτηριστική περίπτωση προσπαθειών α. αποτελεί η αντιμετώπιση των ρυπάνσεων του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των ακτών από πετρελαιοειδή προϊόντα ή λιπαντικά. Στις περιπτώσεις αυτές το πετρέλαιο συγκεντρώνεται με μηχανικά μέσα ή διασκορπίζεται με ειδικές χημικές ουσίες που το διασπούν σε μικρότατα σταγονίδια ή διασπάται βιολογικά από μικροοργανισμούς που προστίθενται στον χώρο της ρύπανσης. Καθεμία από αυτές τις μεθόδους έχει τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Τα σύγχρονα χημικά διασκορπιστικά, για παράδειγμα, είναι ακίνδυνα για τους ενήλικους θαλάσσιους οργανισμούς, αλλά τοξικά για τις προνυμφικές τους μορφές, ενώ η προσθήκη μικροοργανισμών σε ένα δεδομένο περιβάλλον είναι πιθανό να έχει μακροπρόθεσμες οικολογικές συνέπειες που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν. (Φιλολ.) Α. λέγεται η επαναφορά ενός κειμένου στην αρχική του κατάσταση, αφού διορθωθούν τα λάθη που έχουν γίνει από αντιγραφείς ή από άλλες αιτίες. Η αποκατάσταση αρχαίων ή μεσαιωνικών κειμένων είναι μια επίπονη και εξαιρετικά σπουδαία εργασία (φωτ. από κείμενο βυζαντινής σημειογραφίας).
* * *
η (AM ἀποκατάστασις) [αποκαθιστώ]
1. επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση
2. αποκατάσταση της υγείας, πλήρης ανάρρωση
νεοελλ.
1. η εξασφάλιση του μέλλοντος κάποιου
2. νοικοκύρεμα, παντρειά
3. η εγκατάσταση και οικονομική εξασφάλιση ακτημόνων, σεισμοπλήκτων, προσφύγων κ.λπ.
4. «αποκατάσταση αρχαίου κειμένου» — η επαναφορά αρχαίου κειμένου όσο γίνεται πλησιέστερα στην αρχική του μορφή με εξάλειψη σφαλμάτων αντιγραφέων ή μεταγενέστερων παρεμβολών
αρχ.
1. (για τον κοσμικό κύκλο) η περιοδική επαναφορά
2. η επανεμφάνιση του ήλιου ή της σελήνης μετά από έκλειψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποκατάσταση — η 1. επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση: Η αποκατάσταση της οδικής συγκοινωνίας με τη σεισμόπληκτη περιοχή θα γίνει πιθανότατα αύριο. 2. εξασφάλιση οικονομική ή με το γάμο: Η αποκατάσταση των παιδιών του ήταν κυρίως κατόρθωμα δικό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδάσωση — Αποκατάσταση της δασικής βλάστησης που έχει περιοριστεί ή καταστραφεί από διάφορες αιτίες, όπως είναι η υπερβολική και αλόγιστη αποψίλωση, οι πυρκαγιές, οι κατολισθήσεις εδαφών, οι επιδρομές παρασίτων κλπ. Η α. αποτελεί πρόβλημα ζωτικού… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ανάνηψη — Σειρά θεραπευτικών μέσων με σκοπό την αποκατάσταση της αναπνευστικής λειτουργίας, όταν προς στιγμήν αναστέλλεται σε ένα άτομο που έχει πάθει ασφυξία από πνιγμονή, κρανιακό τραύμα, δηλητηρίαση από ναρκωτικά ή σε ένα ασφυκτικό νεογνό. Η α. αποτελεί …   Dictionary of Greek

  • δίγαμμα — To έκτο γράμμα (F) του φοινικικού αλφάβητου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του που μοιάζει με διπλό κεφαλαίο Γ και προφερόταν βαυ, γιατί παρίστανε έναν φθόγγο σαν το σημερινό Β ή σαν μισό ου. Οι Έλληνες, μαζί με τα άλλα γράμματα του… …   Dictionary of Greek

  • παλινόρθωση — Στη Γαλλία, ο όρος αρχικά χαρακτήριζε την αποκατάσταση στον θρόνο του πρωτότοκου κλάδου των Βουρβώνων, αλλά η έννοιά του διευρύνθηκε γρήγορα και σήμαινε την περίοδο της ιστορίας ολόκληρης της Ευρώπης από το 1815 μέχρι το 1830, κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”